εἰδοποιία — εἰδοποιΐᾱ , εἰδοποιία formation fem nom/voc/acc dual εἰδοποιΐᾱ , εἰδοποιία formation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδοποιίᾳ — εἰδοποιΐαι , εἰδοποιία formation fem nom/voc pl εἰδοποιΐᾱͅ , εἰδοποιία formation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδοποιίας — εἰδοποιΐᾱς , εἰδοποιία formation fem acc pl εἰδοποιΐᾱς , εἰδοποιία formation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδοποιίαν — εἰδοποιΐᾱν , εἰδοποιία formation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՏԵՍԱԿԱԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0866 Chronological Sequence: Unknown date, 8c գ. εἱδοποιΐα efformatio. Տեսակագործելն. եւ տեսակագործեալ իրք. կատարողութիւն. կատարելութիւն. *Որքան ինչ բարւովն՝ անտեսակացն է գերունակականի տեսակագործութեան. Դիոն. ածայ.: *Տեսակ ասի (յիսուս)… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
εἰδοποιίαις — εἰδοποιΐαις , εἰδοποιία formation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)